-
1 шар
-а (με τα αριθμητικά:2,3,4: шара) α.1. (γεωμ.) η σφαίρα.2. κάθε σφαιροειδές αντικείμενο•бильярдные -ы οι μπίλες του μπιλιάρδου.
3. παλ. σφαιρίδιο (ψηφοφορίας)•белый шар λευκό σφαιρίδιο (υπέρ)•
чрный шар το μαύρο σφαιρίδιο (κατά).
4. (απλ.) πλθ. шары, -ов τα μάτια.εκφρ.земной шар – γήινη σφαίρα•шар запить -ы – πίνω, το τσούζω, μεθώ•хоть -ом покати – τελείως άδειος, κενός.